- καλή υποδοχή
- la bona acollida
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία … Dictionary of Greek
καλοδέχομαι — 1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον 2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που τού είπα») 3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, η, ο καλόδεχτος* («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Μπιζέ, Ζορζ — (George Bizet, Παρίσι 1838 – Μπουζιβάλ 1875). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1848. Το 1857 νίκησε, μαζί με τον Σαρλ Λεκόκ, σε ένα διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο Όφενμπαχ για τη μελοποίηση της οπερέτας Le Docteur miracle· τον… … Dictionary of Greek
Πιθάρο, Φρανθίσκο — (Pizarro, Τρουχίλιο, Εστρεμαδούρα 1475 περίπου – Λίμα 1541). Iσπανός κατακτητής του Περού Γιος αξιωματικού στην υπηρεσία του Φερνάντεθ ντε Κόρδοβα, πέρασε σκληρά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κάνοντας τις πιο ταπεινές εργασίες. Τίποτα άλλο δεν… … Dictionary of Greek
Σαγκάν, Φρανσουάζ — (Sagan, ψευδώνυμο της Frangoise Quoirez). Γαλλίδα μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και θεατρική συγγραφέας (Καζάρκ, Λοτ 1935). Αφού πήρε το δίπλωμα της φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόννη, απόκτησε μεγάλη δημοτικότητα με το Καλημέρα θλίψη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek